- θεοστυγία
- θεοστυγία, ας, ἡ hapax leg. hatred/enmity toward God 1 Cl 35:5 (s. θεοστυγής).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
θεοστυγία — θεοστυγία, ἡ (Α) [θεοστυγώ] έχθρα προς τον θεό … Dictionary of Greek